- ἱματισμένον
- одетого
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἱματισμένον — ἱ̱ματισμένον , ἱματίζω furnish with clothing perf part mp masc acc sg ἱ̱ματισμένον , ἱματίζω furnish with clothing perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιματίζω — ἱματίζω (Α) [ιμάτιον] ντύνω («σωφρονοῡντα καὶ ἱματισμένον», ΠΔ) … Dictionary of Greek
σωφρονώ — έω, ΝΜΑ, και σαοφρονῶ Α [σώφρων, ονος] είμαι σώφρονας, είμαι στα λογικά μου (α. «εφόσον ζω και αναπνέω και σωφρονώ», Παπαδ. β. «καὶ θεωροῡσι τὸν δαιμονιζόμενον καθήμενον ἱματισμένον καὶ σωφρονοῡντα», ΚΔ. γ. «ἤν δ ἁμάρτω, φάναι Πέρσαι τι λέγειν… … Dictionary of Greek